- μέροψ
- Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Τριόπα ή του Ύαντα. Βασίλευε στο νησί της Κω, το οποίο ονομαζόταν Μερόπη από το όνομά του, αλλά και Κως από την κόρη του. Παιδιά του ήταν επίσης η Ηπιόνη, γυναίκα του Ασκληπιού, και ο Εύμηλος. Σύμφωνα με μία παράδοση, η Ταϋγέτη ήταν επίσης κόρη του. Ήταν παντρεμένος με τη νύμφη Εχέμεια, την οποία τόξευσε η Άρτεμη γιατί απαρνήθηκε τη λατρεία της. Ο M., θέλησε να την ακολουθήσει στον Άδη, όμως η Ήρα τον μεταμόρφωσε σε αετό ως επιβράβευση για τη συζυγική του πίστη.
Ένας θηλυκός μέροψ ταΐζει τους νεοσσούς του.
* * *-οπος, ο (Α μέροψ)νεοελλ.ζωολ. το πτηνό μελισσοφάγοςαρχ.1. (ποιητ. λ., ως επίθ. τών ανθρώπων, μόνο στον πληθ.) αυτοί που διαιρούν, που μερίζουν τη φωνή, δηλαδή αυτοί που έχουν έναρθρη φωνή, που μιλούν ενάρθρως (α. «μέροπες ἄνθρωποι», Ομ. Ιλ.β. «μέροπες βροτοί», Ομ. Ιλ.γ. «μερόπεσσι λαοῑς», Αισχύλ.)2. άνθρωπος3. (κατά τον Ησύχ.) «μέροπεςἄνθρωποι διὰ τὸ μεμερισμένην ἔχειν τὴν ὄπα, ἤγουν τὴν φωνήνἢ άπὸ Μέροπος, τοῡ πατρὸς Φαέθοντος, Κῴουλέγονται δὲ καὶ Κῷοι Μέροπεςκαὶ ὄρνεά τινα, ὡς Ἀριστοτέλης».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μέροψ «άνθρωπος, βροτός» και «είδος πτηνού, ο μελισσοφάγος» (στον πληθ. Μέροπες, πρβλ. Δόλοπες) είναι ονομ. τών κατοίκων τής Κω, που θεωρήθηκαν ότι κατάγονται από τον αυτόχθονα ήρωα τής περιοχής ο οποίος ονομαζόταν Μέροψ (πρβλ. Μερόπη). Το όνομα αυτό εντάσσεται σε μια σειρά ονομάτων πουλιών και συγχρόνως λαών και ανθρώπων (πρβλ. δρύοψ: Δρύοπες, ἀέροψ: Ἀέροπες) που εμφανίζουν επίθημα -οπ-, αβέβαιης προέλευσης. Κατά μία άποψη, το επίθημα αυτό είναι προελληνικό, ενώ κατ' άλλη άποψη ανάγεται στη λ. ὄψ, ὀπός «όψη, όραση» ή «φωνή». Σύμφωνα με την τελευταία άποψη, η λ. μέροπες είναι σύνθετη από θ. μερ- τού μείρομαι και ὄψ, ὀπός «φωνή» (πρβλ. το ερμήνευμα τού Ησύχ. «μέροπεςἄνθρωποι διὰ τὸ μεμερισμένην ἔχειν τὴν ὄπα, ἤγουν τὴν φωνήν»), άποψη όμως που οφείλεται πιθ. σε λαϊκή ετυμολ. Κατ' άλλους, το θ. μερ- τής λ. συνδέεται με τα μέρμερος* και μέριμνα ή με τη ρίζα *mer- «πεθαίνω» (πρβλ. βροτός και λατ. morior «πεθαίνω») ή, κατ' άλλους, με τα μαρμαίρω «αστράφτω, λάμπω» και μάρπτω «αρπάζω», απόψεις που δεν κρίνονται πολύ πιθανές. Σε ό,τι αφορά τη σχέση μεταξύ τών σημασιών «είδος πτηνού, ο μελισσοφάγος», «άνθρωπος, βροτός» και τής προσωνυμίας τού λαού τής Κω είναι δύσκολο να εξακριβωθεί αν το όνομα τού ήρωα Μέροπος έχει παραχθεί από την ονομ. τού πουλιού ή το αντίστροφο. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι, όπως ο ήρωας Μέροψ έχει γεννηθεί από τη γη έτσι και το πουλί μέροψ γεννάει τα αβγά του στη γη. Έχει υποστηριχθεί, τέλος, η άποψη ότι αρχική σημ. τής λ. είναι η προσωνυμία τών κατοίκων τής Κω (πρβλ. «πόλις Μερόπων ἀνθρώπων», στίχο από τον Ομηρικό ύμνο στον Απόλλωνα), ενώ οι άλλες χρήσεις τής λέξης ανάγονται σ' αυτήν: πόλις Μερόπων ἀνθρώπων «μια πόλη με θνητούς ανθρώπους»].
Dictionary of Greek. 2013.